- φύρομαι
- φύ̱ρομαι , φύρωmixaor subj mid 1st sg (epic)φύ̱ρομαι , φύρωmixpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φύρω — Α 1. ανακατεύω κάτι στερεό με ένα υγρό και συνήθως τό χαλώ, τό αλλοιώνω (α. «φύρειν γαῑαν ὕδει», Ησίοδ. β. «πάντα βορβορῳ πεφυρμένα», Σιμων.) 2. λερώνω («γαίᾳ πεφύρσεται κόμαν», Πίνδ.) 3. ραντίζω, βρέχω, πιτσιλώ (α. «αἵματι δ οἶκος ἐφύρθη», Ευρ.… … Dictionary of Greek
κυρκανώ — κυρκανῶ, άω (Α) 1. ανακινώ, ταράζω, ανακατεύω («καὶ ἔστιν ᾗσι [τὸ αἷμα] κυρκανᾱται», Ιπποκρ.) 2. μτφ. ραδιουργώ, υποκινώ (ὄλεθρόν τιν ἡμᾱς κυρκανᾱν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κυκῶ, παρεκτεταμένος με επίθημα ανῶ. Το ρ οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
φυρσόστομος — ον, Μ (εμπαικτικό παρωνύμιο) βρομόστομος..(«φυρσόστομον τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον ἀτιμάζουσιν οἱ παμμίαροι Βογομίλοι», Ζιγαβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φύρσις «ανάμιξη» + στομος (< στόμα), πρβλ. ἀθυρό στομος. Για τη σημ. τού τ. πρβλ. τη σημ. τού … Dictionary of Greek
ՎԱՐԱԿԵՄ — (եցի.) NBH 2 0790 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 12c, 14c ն. ՎԱՐԱԿԵՄ ՎԱՐԱԿԻՄ. ἑμπλέκω implico συνέχω contineo, comprehendo φύρομαι misceor συμφύομαι simul plantor, nascor. Պարաւանդել. պարանել. կապել կաշկանդել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)